καλοθελητής

καλοθελητής
ο, θηλ. καλοθελήτρα (Μ καλοθελητής)
αυτός που θέλει το καλό κάποιου, αυτός που έχει ευνοϊκές διαθέσεις
νεοελλ.
(ειρωνικά) αυτός που δείχνει προσποιητό ενδιαφέρον για κάποιον, ενώ στην πραγματικότητα τόν επιβουλεύεται, αυτός που κρυφά επιδιώκει το κακό κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + θελητής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοθελητής — ο θηλ. καλοθελήτρα και τισσα αυτός που θέλει το καλό κάποιου, αυτός που έχει καλές διαθέσεις για κάποιον: Παρουσιάστηκε ένας καλοθελητής μάρτυρας να με υπερασπίσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επητής — ἐπητής, ο (Α) 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευπροσήγορος, καλοθελητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το ρ. έπω «φροντίζω ασχολούμαι», αλλά με ψίλωση και με παρέκταση σε ητής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”